δικτυοπλόκος

δικτυοπλόκος
δικτυοπλόκος
weaving nets
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δικτυοπλόκος — δικτυοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει ή κατασκευάζει δίκτυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + πλοκος < πλόκος < πλέκω (πρβλ. δολοπλόκος, στεφανηπλόκος)] …   Dictionary of Greek

  • δικτυοπλόκοι — δικτυοπλόκος weaving nets masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυοπλόκων — δικτυοπλόκος weaving nets masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυοποιός — ο δικτυοπλόκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”